- χηρευάμενος
- ο, θηλ. χηρευάμενη, Νχηράμενος, χήρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χηρεύω, κατά τις αρχ. μτχ. σε -άμενος, πρβλ. ἱστ-άμενος (πρβλ. λεγ-άμενος, πετ-άμενος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χηρευάμενος — ο ο χήρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άμενος — Γλωσσ. κατάληξη μεσοπαθητικών μετοχών τής νέας Ελληνικής. Οι μετοχές σε άμενος τής νέας Ελληνικής αποτελούν αναλογικούς σχηματισμούς κατά το πρότυπο μεταγενέστερων τύπων μετοχής (παράβαλε τύπο μετοχής γενάμενος < μεταγενέστερο τύπο αορίστου… … Dictionary of Greek
χηράμενος — ο, θηλ. χηράμενη, Ν χηρευάμενος, χήρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηρ εύω, κατά τις μτχ. σε άμενος (πρβλ. λεγ άμενος)] … Dictionary of Greek